- εφαψίας
- ο [έφαψις](ψυχιατρ.) αυτός που εμφανίζει γενετήσια διαστροφή η οποία χαρακτηρίζεται από την επιδίωξη εξωτερικών σωματικών επαφών με άτομα τού άλλου φύλου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολληταρτζής — και κολλητηρτζής, ο 1. ειδικός στη συγκόλληση υδραυλικών συσκευών ή την κάλυψη οπών σε μαγειρικά ή άλλα σκεύη 2. αυτός που «κάνει κολλητήρι», ο εφαψίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλητήρι + επίθημα τζής, με επίδραση παρ. όπως είναι το φαναρ τζής] … Dictionary of Greek